- μεσοβασιλεύς
- μεσοβᾰσῐλ-εύς, έως, ὁ, = Lat.A interrex, ib.58, Plu.Num.7, D.C.39.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσοβασιλεύς — μεσοβασιλεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που ασκεί τη βασιλική εξουσία κατά το διάστημα τής μεσοβασιλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + βασιλεύς] … Dictionary of Greek
μεσοβασιλεύς — interrex masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοβασιλεῖς — μεσοβασιλεύς interrex masc acc pl μεσοβασιλεύς interrex masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοβασιλέων — μεσοβασιλεύς interrex masc gen pl μεσοβασιλέω̆ν , μεσοβασιλεύς interrex masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοβασιλεῦσι — μεσοβασιλεύς interrex masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοβασιλέως — μεσοβασιλέω̆ς , μεσοβασιλεύς interrex masc gen sg μεσοβασιλεύς interrex masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσοβασιλέα — μεσοβασιλέᾱ , μεσοβασιλεύς interrex masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)